ασκέρι, το, ουσ. [<τουρκ. asker (= στρατιώτης, στρατιωτικός)]. 1. (παλαιότερα) στρατιωτικό σώμα που ανήκε σε τακτικό ή άτακτο στρατό: «το ασκέρι του Δράμαλη αποδεκατίστηκε στα Δερβενάκια από τους Έλληνες μαχητές». 2. πλήθος ανθρώπων, όχλος: «του είπα να φέρει κάνα δυο φίλους του να με βοηθήσουν κι αυτός έφερε ολόκληρο ασκέρι»·
- έχει να ταΐσει κοτζάμ ασκέρι, έχει να φροντίσει πολυμελή οικογένεια: «σκοτώνεται απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στη δουλειά, γιατί έχει να ταΐσει κοτζάμ ασκέρι».